φαίνωμαι

φαίνωμαι
φαίνω
A ren.
pres subj mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λάλος — ο (AM λάλος, ον, Α ποιητ. τ. λαλιός, ά, όν και λαλόεις, εσσα, εν) 1. φλύαρος, πολυλογάς, πολύ ομιλητικός («ἵνα μὴ φαίνωμαι βαρὺς τῷ κράτει σου καὶ λάλος», Πρόδρ.) 2. αυτός που θορυβεί, που παράγει μονότονο ήχο, θορυβώδης, ηχηρός («το λάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”